- βαθιοριζωμένος
- -η, -οαυτός που έχει ριζώσει βαθιά: Ο θεσμός της οικογένειας είναι βαθιοριζωμένος στη χώρα μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.